- ἀγραυλία
- ἀγραυλίᾱ , ἀγραυλίαservice in the fieldfem nom/voc/acc dualἀγραυλίᾱ , ἀγραυλίαservice in the fieldfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγραυλίᾳ — ἀγραυλίᾱͅ , ἀγραυλία service in the field fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγραυλία — Γιορτή της αρχαίας Αθήνας κατά τη διάρκεια της οποίας όλοι οι νέοι, μόλις γίνονταν έφηβοι, συγκεντρώνονταν στον ναό της Αγραύλου και ορκίζονταν να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, παραλαμβάνοντας και τα όπλα τους. * * * ἀγραυλία, η (Α) [ἄγραυλος]… … Dictionary of Greek
ἀγραυλίας — ἀγραυλίᾱς , ἀγραυλία service in the field fem acc pl ἀγραυλίᾱς , ἀγραυλία service in the field fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραυλίαις — ἀγραυλία service in the field fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… … Dictionary of Greek
αύλιος — αὔλιος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί 2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» ο αποσπερίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα… … Dictionary of Greek